ἀμφίδουλος

ἀμφίδουλος
ἀμφί-δουλος, dessen beide Eltern Sklaven sind

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφίδουλος — ἀμφίδουλος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι δούλος και από πατέρα και από μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δοῦλος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίδουλος — slave both by father and mother masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”